- ἀκεραιοφανής
- ἀκεραι-οφανής,A v. ἀκραιφνής.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκραιφνής — ές, Μ 1. πιθ. αναμεμιγμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγκραιφνές καθετί που προκύπτει από τον συνδυασμό επιμέρους τμημάτων, το αποτέλεσμα συνδυασμού επιμέρους στοιχείων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *συγκεραιοφανής (πρβλ. ακραιφνής <… … Dictionary of Greek